Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχοντιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 nobiltà ~f~; condizio`ne ~f~ di no`bile
2 signorilità ~f~; distinzio`ne ~f~; nobiltà ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρχοντας αρχοντικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---