Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρχοντας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 capo ~m~; chi gove`rna ο ανώτατος άρχοντας==l'autorità più alta dello stato; il capo dello stato
2 storia arco`nte ~m~
3 nota`bile ~m~; pri`ncipe ~m~; signo`re ~m~ ο άρχοντας του σκότους==il principe delle tenebre
4 no`bile ~m~; aristocra`tico ~m~
5 ((popolare)) uo`mo ~m~ ricco
6 come appellativo antico la Signori`a ~f~ Vostra τα σέβη μου, άρχοντα==riverisco la signoria vostra!

αρχόντισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [άρχοντας ^-α, ο^]
2 chi gove`rna; nobildo`nna ~f~; aristocra`tica ~f~; gentildo`nna ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχονταρίκι αρχοντιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---