Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάθικτος
επίθετο inta`tto; non tocca`to άφησε το φαγητό του άθικτο==non toccò cibo άθιχτος επίθετο variante di [άθικτος ^-η, -ο^] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμένω άθικτος = rimanere illeso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |