Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθιγγανίδα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αθίγγανος ^-ου, ο^] αθίγγανος ουσιαστικό αρσενικό gita`no ~m~; zi`ngaro ~m~; ziga`no ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |