Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθλητικός
επίθετο 1 atle`tico; sporti`vo αθλητικά νέα==notizie sportive | αθλητικό πνεύμα==spirito sportivo 2 atle`tico; aita`nte αυλητικό σώμα==corpo atletico αθλητικότατος επίθετο superlativo di [αθλητικός] αθλητικότερος επίθετο comparativo di [αθλητικός] αθλητικώτατος επίθετο superlativo di [αθλητικός] αθλητικώτερος επίθετο comparativo di [αθλητικός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα αθλητικά είδη = articoli [αρσ. πλυθ.] sportivi || το αθλητικό στάδιο = palazzo [αρσ.] dello sport Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |