Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άθλιος  
επίθετο

1 mi`sero; misera`bile; peno`so; squa`llido άθλια ζωή==vita miserabile | άθλια συνοικία==quartiere squallido | σε άθλια κατάσταση==in uno stato pietoso
2 gretto; meschi`no; abie`tto ο τρόπος συμπεριφοράς του ήταν άθλιος==il suo comportamento è stato meschino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άθλια αθλιότης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---