Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθλητής
ουσιαστικό αρσενικό atle`ta ~m~ αθλήτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αθλητής ^-ή, ο^] 2 atle`ta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |