Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθιβολή
ουσιαστικό θηλυκό 1 ambiguità ~f~; incerte`zza ~f~ 2 denigrazio`ne ~f~; diffamazio`ne ~f~; sgrida`ta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |