Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπροσδιόριστος
επίθετο 1 indetermina`to; imprecisa`to; indefini`to 2 indetermina`bile; imprecisa`bile; indefini`bile άτομο απροσδιορίστου ηλικίας==persona di età imprecisabile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |