Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπρόσκοπτος
επίθετο che si svolge fluidame`nte, senza osta`coli, senza proble`mi, senza into`ppi; indisturba`to; imperturba`to απρόσκοπτη υπήρξε η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων==le trattative si sono svolte senza problemi | η άνοδός του στην εξουσία ήταν απρόσκοπτη==la sua scalata al potere si è svolta senza ostacoli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |