Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποθησαυρίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 me`ttere da parte; risparmia`re; tesaurizza`re
2 ((figurato)) racco`gliere; registra`re το λεξικό αυτό αποθησαυρίζει χιλιάδες επιστημονικούς όρους==quel vocabolario registra migliaia di termini scientifici

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθηριώνω αποθησαύριση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---