Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποθυμάμαι
ρήμα παθητικό variante di [αποθυμούμαι] αποθυμώ ρήμα μεταβατικό desidera`re ardenteme`nte; mori`re dalla vo`glia; senti`re la manca`nza (di) πώς αποθύμησα τα φαγητά που έφτιαχνε η μάνα!==come mi mancano i piatti che preparava la mamma! | σε αποθύμησα==mi sei mancato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |