Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποθρασύνομαι
ρήμα παθητικό

pre`ndersi troppa confide`nza; diventa`re sempre più sfaccia`to

αποθρασύνω  
ρήμα μεταβατικό

imbaldanzi`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθρασυμένος αποθράσυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---