Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποθήκη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 depo`sito ~m~; magazzi`no ~m~
2 riposti`glio ~m~; sgabuzzi`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθηκεύω αποθηλάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---