Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποθέωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 apoteo`si ~f~; deificazio`ne ~f~; divinizzazio`ne ~f~
2 lode ~f~; esaltazio`ne ~f~; elo`gio ~m~ sperticato; apoteo`si ~f~
3 accoglie`nza ~f~ entusia`stica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθεώνω αποθεωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---