Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποθεώνω
ρήμα μεταβατικό 1 deifica`re; divinizza`re οι Ρωμαίοι αποθέωσαν τον Οκταβιανό==i Romani divinizzarono Ottaviano 2 loda`re; esalta`re; elogia`re; magnifica`re; celebra`re; te`ssere le lodi η κριτική αποθέωσε το τελευταίο βιβλίο του==la critica ha tessuto le lodi del suo ultimo libro 3 acclama`re; applaudi`re calorosame`nte το πλήθος αποθέωσε το νικητή==la folla acclamò il vincitore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |