Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποθέτω  
ρήμα μεταβατικό

1 depo`rre; deposita`re; posa`re ο πρωθυπουργός απέθεσε το στεφάνι στη βάση του αδριάντα==il ministro ha deposto la corona ai piedi del monumento | οι θαλάσσιες χελώνες αποθέτουν τα αβγά τους στην άμμο==le tartarughe di mare depongono le loro uova nella sabbia | ο ποταμός απέθεσε τόννους λάσπης στην πλημμυρισμένη περιοχή==il fiume ha depositato tonnellate di fango sulla zona allagata
2 ripo`rre απόθεσε το κυνηγετικό του όπλο στη ντουλάπα==ha riposto il fucile da caccia nell'armadio
3 ((figurato)) ripo`rre απέθεσε όλες τις ελπίδες του στο μικρό του γιο==ha riposto tutte le sue speranze nel figlio minore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθετικός αποθεωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---