Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχαλίνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lo sbriglia`re; lo scatena`re; lo sfrena`re
2 dissolute`zza ~f~; sbrigliate`zza ~f~; sfrenate`zza ~f~

αποχαλίνωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποχαλίνωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχαλινώνω αποχάμου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---