Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχαυνώνομαι
ρήμα παθητικό

1 intorpidi`rsi
2 sdilinqui`rsi

αποχαυνώνω  
ρήμα μεταβατικό

inebeti`re; intorpidi`re; rimbambi`re; istupidi`re η πολλή τηλεόραση τους έχει αποχαυνώσει==il passare troppe ore davanti alla televisione li inebetiti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχαυνωμένος αποχαύνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---