Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 politica astensio`ne ~f~ παρατηρήθηκε μεγάλη αποχή στις πρόσφατες εκλογές==alle ultime elezioni si sono verificate troppe astensioni
2 αποφυγή astine`nza ~f~ αποχή από τα οινοπνευματώδη==astinenza dagli alcolici
3 contine`nza ~f~; astine`nza ~f~; castità ~f~

απόχη  
ουσιαστικό θηλυκό

reti`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχετεύω αποχλωριώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---