Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποχέτευση
ουσιαστικό θηλυκό fognatu`ra ~f~; cana`le ~m~ di scolo αποχέτευσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αποχέτευση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |