Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχαυνωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αποχαυνώνω]
2 apa`tico
3 fia`cco
4 la`nguido
5 smo`rto
6 snerva`to
7 spe`nto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχαυνωμένα αποχαυνώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---