Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχαλινώνομαι
ρήμα παθητικό

pe`rdere ogni freno mora`le; sbriglia`rsi; scatena`rsi; sfrena`rsi

αποχαλινώνω  
ρήμα μεταβατικό

sfrena`re; sbriglia`re ((anche in senso figurato)) αποχαλινώνω τη φαντασία μου==sbrigliare la propria fantasia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχαλινωμένος αποχαλίνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---