Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποβάλλω
ρήμα μεταβατικό 1 to`gliersi di dosso; getta`re αποβάλλω το ιερατικό σχήμα==gettare l'abito talare | τα φίδια αποβάλλουν το δέρμα τους==i serpenti cambiano la loro pelle 2 libera`rsi αποβάλλω μια κακή συνήθεια==liberarsi di una cattiva abitudine | απέβαλε κάθε αίσθημα ντροπής==si è liberato di ogni senso di vergogna 3 espe`llere; sospe`ndere τον απέβαλαν από τον αγώνα==l'hanno espulso dal campo di gioco | τον απέβαλαν τρεις μέρες από το σχολείο==l'hanno sospeso dalla scuola per tre giorni 4 medicina aborti`re spontaneame`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |