Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποβιβάζομαι
ρήμα παθητικό

sbarca`re (da qualsiasi mezzo)

αποβιβάζω  
ρήμα μεταβατικό

sbarca`re (da qualsiasi mezzo) αποβιβάζω επιβάτες==sbarcare i passeggeri | αποβιβάζω εμπορεύματα==sbarcare merci

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποβεβλημένος αποβίβαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---