Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίχριστη
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αντίχριστος] αντίχριστος επίθετο 1 nemi`co ~m~ dei cristia`ni 2 ((figurato)) perso`na ~f~ e`mpia 3 religione l'Anticri`sto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |