Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάντληση
ουσιαστικό θηλυκό 1 pompa`ggio ~m~; estrazio`ne ~f~ con la pompa άντληση πετρελαίου==estrazione del petrolio 2 l'atti`ngere; il trarre άντληση πληροφοριών==l'attingere informazioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |