Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντλώ  
ρήμα μεταβατικό

1 atti`ngere; pompa`re αντλώ νερό από ένα πηγάδι==attingere acqua da un pozzo | αντλώ πετρέλαιο από τη δεξαμενή==pompare petrolio dalla cisterna
2 ((figurato)) atti`ngere; trarre; ricava`re αντλώ γνώσεις==attingere conoscenze, sapere | αντλώ διδάγματα==trarre insegnamenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντλούμενος αντονομασία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---