Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντίκτυπος  
ουσιαστικό αρσενικό

contracco`lpo ~m~; ripercussio`ne ~f~; effe`tto ~m~

αντίχτυπος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αντίκτυπος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντίκρυ αντικτυπώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---