Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίκτυπος
ουσιαστικό αρσενικό contracco`lpo ~m~; ripercussio`ne ~f~; effe`tto ~m~ αντίχτυπος ουσιαστικό αρσενικό variante di [αντίκτυπος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |