Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιλαμβάνομαι  
ρήμα παθητικό

1 avverti`re; percepi`re; senti`re αντιλήφθηκα έναν ελαφρύ θόρυβο==avvertii un lieve rumore | κανείς δεν τον αντιλήφθηκε όταν μπήκε στο δωμάτιο==nessuno l'ha sentito entrare nella stanza
2 acco`rgersi; re`ndersi conto; avverti`re αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο==accorgersi del pericolo | αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης==rendersi conto della gravità della situazione
3 inte`ndere; capi`re; compre`ndere ελπίζω να με αντιλαμβάνεσθε==spero che lei mi comprenda

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιλαλώ αντιλαμπίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---