Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντίληψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 percezio`ne ~f~; capacità ~f~ percetti`va
2 acu`me ~m~ παιδί με μεγάλη αντίληψη==un ragazzo dotato di grande acume
3 άποψη pu`nto di vi`sta; concezio`ne ~f~ μια προσωπική αντίληψη περί ηθικής==una concezione soggettiva della morale | έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις==abbiamo idee diverse
4 previde`nza ~f~; assiste`nza ~f~; protezio`ne ~f~ κοινωνική αντίληψη==assistenza sociale
5 diritto tute`la ~f~ δικαστική αντίληψη==tutela giuridica+++πέφτει κάτι στην αντίληψη μου==notare, accorgersi di qualcosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιληφθείς αντιλογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---