Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντίχειρ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αντίχειρας ^-α, ο^]

αντίχειρας  
ουσιαστικό αρσενικό

anatomia po`llice ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιχαιρετώ αντίχριστη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---