Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντεραστής  
ουσιαστικό αρσενικό

riva`le ~m~ in amo`re

αντεράστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντεραστής ^-ή, ο^]
2 riva`le ~f~ in amo`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντεπιτίθεμαι αντεργατικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---