Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντεραστής
ουσιαστικό αρσενικό riva`le ~m~ in amo`re αντεράστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αντεραστής ^-ή, ο^] 2 riva`le ~f~ in amo`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |