Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανταπεξέρχομαι
ρήμα παθητικό variante di [ανταπεξέρχομαι] αντεπεξέρχομαι ρήμα παθητικό soddisfa`re; asso`lvere; ade`mpiere; far fro`nte δεν καταφέρνει να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του==non riesce ad assolvere i suoi doveri | αντεπεξέρχομαι στα έξοδα==far fronte alle spese permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |