Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντερίδα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αντηρίδα]

αντηρίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

pila`stro ~m~

αντηρίς
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αντηρίδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντέρεισμα άντερο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---