Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντηχώ  
ρήμα αμετάβατο

risuona`re; riecheggia`re η εκκλησία αντηχούσε από ύμνους==la chiesa risuonava di canti | τα βήματά του αντηχούσαν στο έρημο σπίτι==i suoi passi riecheggiavano nella casa deserta | ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου τα λόγια του==le sue parole risuonano ancora nelle mie orecchie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντήχησις αντηχών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---