Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάντερο
ουσιαστικό ουδέτερο ((popolare)) intesti`no ~m~; bude`llo ~m~ στριμμένο άντερο==uomo bisbetico άντερον ουσιαστικό ουδέτερο forma arcaica di [άντερο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |