Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντέχομαι
ρήμα παθητικό δεν αντέχεται==non si può sopportare αντέχω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 resi`stere; sopporta`re δεν αντέχω το κρύο==non sopportare il freddo | δεν αντέχω την κούραση==non resistere alle fatiche | αντέχω την θάλασσα==reggere il mare | δεν αντέχω άλλο!==non ne posso più!; non ce la faccio più! 2 re`ggere; resi`stere; tene`re duro άντεξε τα βασανιστήρια==resse alle torture | δεν αντέχει το κρασί==non regge il vino permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |