Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνθρωποι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

gli uo`mini ~mp~; l'umanità ~f~ το γένος των ανθρώπων==il genere umano | όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μπροστά στο θάνατο==tutti gli uomini sono uguali di fronte alla morte

άνθρωπος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 perso`na ~f~; e`ssere ~m~ uma`no ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο==Dio ha creato l'uomo
2 uo`mo ~m~; perso`na ~f~ ευθύς άνθρωπος==uomo sincero | χρυσός άνθρωπος==uomo d'oro; una perla d'uomo | άνθρωπος των γραμμάτων==uomo di lettere | άνθρωπος του θεάτρου==uomo di teatro | είναι άνθρωπος του υπουργού==è un uomo del ministro | ο σύγχρονος άνθρωπος==l'uomo moderno | ο μέσος άνθρωπος==l'uomo della strada | ο κοινός άνθρωπος==l'uomo comune; l'uomo qualunque | είναι δικός μας άνθρωπος==è uno dei nostri | τι παράξενος άνθρωπος!==che tipo strano! | ο άνθρωπός μου==la persona che amo | ο άνθρωπός μας==la persona che fa per noi | άνθρωπέ μου!==vecchio mio! | δικός μου άνθρωπος==persona su cui si può contare | σε θεωρώ δικό μου άνθρωπο==ti considero un amico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθρωποθυσία ανθρωποκεντρικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τι σόι άνθρωπος είναι; = che razza di persona è?


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---