Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθρωπομορφισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

antropomorfi`smo ~m~ ο ανθρωπομορφισμός της αρχαιοελληνικής θρησκείας==l'antropomorfismo della religione greca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθρωπομορφικός ανθρωπόμορφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---