Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανθρωποφαγάς
επίθετο variante di [ανθρωποφάγος] ανθρωποφάγος επίθετο antropo`fago; canni`bale ανθρωποφάγος ουσιαστικό αρσενικό antropo`fago ~m~; canni`bale ^mf^ ανθρωποφάς ουσιαστικό αρσενικό variante di [ανθρωποφάγος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |