Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθρωποφοβία  
ουσιαστικό θηλυκό

antropofobi`a ~f~; pau`ra ~f~ del ge`nere uma`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθρωποφάς ανθρωποχτόνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---