Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθρωπότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανθρωπότητα]

ανθρωπότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

umanità ~f~; gli e`sseri ~m~ uma`ni έγκλημα κατά της ανθρωπότητας==crimine contro l'umanità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθρωποσφαγή ανθρωποφαγάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---