Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεξάρτητος  
επίθετο

indipende`nte ανεξάρτητος βουλευτής==deputato indipendente | είναι οικονομικά ανεξάρτητος==è economicamente indipendente | ανεξάρτητο κράτος==stato indipendente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεξαρτητοποιούμαι ανεξέλεγκτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---