Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεξιθρησκία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 tollera`nza ~f~ religio`sa
2 libertà ~f~ di culto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεξήγητος ανεξικακία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---