Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεξιχνίαστος  
επίθετο

impenetra`bile; imperscruta`bile; insolu`to; oscu`ro ανεξιχνίαστο έγκλημα==delitto insoluto, irrisolto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεξίτηλος ανέξοδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---