Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανεπάρκεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 care`nza ~f~; insufficie`nza ~f~; scarsi`tà ~f~; penu`ria ~f~ ανεπάρκεια αγαθών πρώτης ανάγκης==penuria di beni di prima necessità 2 medicina insufficie`nza καρδιακή ανεπάρκεια==insufficienza cardiaca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |