Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεπηρέαστος  
επίθετο

1 non influenza`to ο τιμάριθμος παρέμεινε ανεπηρέαστος από τη μικρή αύξηση στην τιμή του πετρελαίου==l'indice dei prezzi non è stato influenzato dal leggero aumento del prezzo del petrolio
2 persona non influenza`to; non influenza`bile; indipende`nte; imparzia`le; obietti`vo; oggetti`vo ανεπηρέαστος κριτής==giudice imparziale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεπηρέαστα ανεπιβεβαίωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---