Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανέπαφος  
επίθετο

inta`tto η περιουσία του έμεινε ανέπαφη==il suo patrimonio è rimasto intatto | ο θησαυρός βρέθηκε ανέπαφος==il tesoro fu ritrovato intatto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεπαύω ανεπαχθής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---