Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεξάντλητος  
επίθετο

1 inesauri`bile
2 inesa`usto αυτός ο άνθρωπος είναι ανεξάντλητη πηγή γνώσεων==quell'uomo è un pozzo di scienza | ανεξάντλητη φαντασία==fantasia inesauribile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεξάληπτος ανεξαρτησία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---